ἡμιδάϊκτος

ἡμιδάϊκτος
ἡμι-δάϊκτος [ᾰ], ον, ([etym.] δαΐζω)
A half-slain, Opp.C.2.281, H.5.669.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημιδάικτος — ἡμιδάϊκτος, ον (Α) μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτο δάικτος, χειρο δάικτος] …   Dictionary of Greek

  • δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”